- λογοσυλλεκτάδαι
- λογοσυλλεκτάδηςphrase-collectormasc nom/voc plλογοσυλλεκτάδᾱͅ , λογοσυλλεκτάδηςphrase-collectormasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογοσυλλεκτάδης — λογοσυλλεκτάδης, ὁ (Μ) αυτός που συλλέγει λόγους και φράσεις από παντού, λογοκλόπος («οἱ μὴ γεννῶντες ῥητορείας οἰκείας, ἀλλ , ὡς εἰπεῑν, λογοσυλλεκτάδαι ὄντες», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + συλλεκτάδης (< συλλεκτός + κατάλ. άδ ης) … Dictionary of Greek